φόβητρο(ν)

φόβητρο(ν)
το пугало, страшилище

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φόβητρο(ν)" в других словарях:

  • φόβητρο — το / φόβητρον, ΝΜΑ 1. πράγμα, μέσο που προκαλεί φόβο, σκιάχτρο νεοελλ. συνεκδ. δύσμορφος άνθρωπος, τέρας, έκτρωμα αρχ. φρ. «Τισιφόνης τὰ φόβητρα» πιθ. τα τραγικά προσωπεία τών Ερινυών (Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβῶ + επίθημα τρο(ν) (πρβλ. θέλγη… …   Dictionary of Greek

  • φόβητρο — το 1. ό,τι εμπνέει το φόβο, ό,τι προκαλεί το φόβο και τον τρόμο, το μέσο με το οποίο φοβίζουμε κάποιον, το σκιάχτρο. 2. άνθρωπος άσχημος, τέρας, έκτρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μορμώ — Τέρας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, φόβητρο των μικρών παιδιών. Στην παράδοση είναι επίσης γνωστή ως Λάμια (βλ. λ.) ή Έμπουσα (βλ. λ.). Από το όνομά της Μ. προήλθε και το μορμολύκειο, προσωπίδα που τη χρησιμοποιούσαν στην αρχαία Ελλάδα για να …   Dictionary of Greek

  • τρόμος — Σύμπτωμα που μπορεί να συναντηθεί σε διάφορα νοσήματα και συνίσταται σε ακούσιες, ρυθμικές, έντασης και εύρους κινήσεις, που εντοπίζονται σε ένα μόνο μέρος του σώματος ή εκτείνονται σε ολόκληρο το σώμα. Συνηθίζεται η διάκριση σε στατικό τ., που… …   Dictionary of Greek

  • AEK Athens F.C. — Further information: Athletic Union of Constantinople AEK Athens F.C. AEK Athens F.C. logo Full name PAE Athlitiki Enosis Konstantinoupoleos (English: Athletic Union of Constantinople F.C.) …   Wikipedia

  • -τρο(ν) — ΝΜΑ επίθημα.ουδέτερων ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που εμφανίζεται ήδη σε αρχαιότατα κείμενα, έχει μεγάλη παραγωγική δύναμη, κυρίως στην Αρχαία, και απαντά σε 200 περίπου ουσιαστικά. Το επίθημα ουδετέρου τρον, όπως και τα… …   Dictionary of Greek

  • ακκώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Αθηναία ή Σαμία, που έγινε παροιμιώδης για τις ανοησίες της. Ενώ κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη, μιλούσε με την εικόνα της και έκανε διάφορες κινήσεις, που έδωσαν αφορμή για τη δημιουργία του ρήματος ακκίζομαι. * * *… …   Dictionary of Greek

  • ανάσκιαγμα — (και άσμα), το απειλή, φοβέρα, φόβητρο, σκιάχτρο …   Dictionary of Greek

  • αράπης — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος. Καταγόταν από τα Ψαρά. Πήρε μέρος στην πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στην Ερεσσό. 2. Γεώργιος. Καταγόταν από τη Γρανίτσα της Δωρίδας. Πολέμησε στο Δίστομο, στην Άμπλιανη, στο Κρεμμύδι και στο… …   Dictionary of Greek

  • δείμα — δεῑμα, το (Α) 1. φόβος, τρόμος («δεῑμα φέρων Δαναοῑσι» προκαλώντας τρόμο στους Δαναούς) 2. ό,τι προκαλεί φόβο, φόβητρο («ἐκ δείματος τοῡ νυκτέρου» από τον νυχτερινό εφιάλτη) 3. φρ. «δειμάτων άχη» τρομερές συμφορές (ή τέρατα). [ΕΤΥΜΟΛ. < *δFεῑ… …   Dictionary of Greek

  • επαρτώ — ἐπαρτῶ, άω (Α) 1. αναρτώ, κρεμώ κάτι από κάπου ως φόβητρο 2. απειλώ, φοβερίζω 3. μέσ. ἐπαρτῶμαι α) κρεμώ πάνω ή από πάνω β) επικρέμαμαι, επίκειμαι, επαπειλώ 4. (ουδ. παθ. μτχ.) τὸ ἐπηρτημένον (τοὺ ζυγού) το προσαρτημένο μέρος ή το μέρος τού ζυγού …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»